- απλέρωτος
- -η, -οαπλήρωτος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απλήρωτος — απλήρωτος, η, ο και απλέρωτος, η, ο επίρρ. α 1. ανεξόφλητος: Είχε ένα λογαριασμό απλήρωτο. 2. αυτός που δε συμπληρώθηκε: Η θέση του καθηγητή των αγγλικών στη σχολή μας είναι ακόμη απλήρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)